αμβλυωπός

αμβλυωπός
η , ό [ος , ον ] слабый зрением

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμβλυωπός" в других словарях:

  • ἀμβλυωπός — dim sighted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλυωπός — ή, ό (Α ἀμβλυωπός, όν) αυτός που έχει αμβλεία, δηλ. ασθενή, αδύναμη όραση (για αστέρια) αμυδρός, θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὄψις. ΠΑΡ. αμβλυωπία. αρχ. ἀμβλυωπῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλυωπότερον — ἀμβλυωπός dim sighted adverbial comp ἀμβλυωπός dim sighted masc acc comp sg ἀμβλυωπός dim sighted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυωπόν — ἀμβλυωπός dim sighted masc/fem acc sg ἀμβλυωπός dim sighted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυωποί — ἀμβλυωπός dim sighted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυωπότερα — ἀμβλυωπός dim sighted neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ambliopía — (Del gr. amblyopia < amblyopos < amblys, débil + ops, vista.) ► sustantivo femenino MEDICINA Disminución de la agudeza visual. * * * ambliopía (del gr. «amblyōpía», de «amblyōpós», el que tiene la vista débil) f. Med. Disminución de la… …   Enciclopedia Universal

  • ambliope — ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino MEDICINA Persona que padece ambliopía. * * * ambliope. (Del gr. ἀμβλυωπός, que tiene débil la vista). adj. Med. Dicho de una persona: Que tiene debilidad o disminución de la vista, sin lesión orgánica del …   Enciclopedia Universal

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυωπώ — ἀμβλυωπῶ ( έω) (Α) [ἀμβλυωπός] έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, πάσχω από αμβλυωπία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»